ἀλιτάνευτος

ἀλιτάνευτος
ἀλιτάνευτος, ον,
A inexorable, PMag.Par.1.1176, Gloss.; cf. ἀλλ-. Adv.

-ως AB374

, EM57.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλιτάνευτος — inexorable masc/fem nom sg ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτάνευτος — η, ο (Α ἀλιτάνευτος, ον) [λιτανεύω] νεοελλ. 1. (για άγιες εικόνες ή ιερά αντικείμενα) αυτός που δεν λιτανεύθηκε, που δεν τόν περιέφεραν σε λιτανεία 2. αυτός που δεν τόν ικέτευσαν, δεν τόν παρακάλεσαν με λιτανεία αρχ. απρόσιτος σε παρακλήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • αλιτάνευτος — η, ο 1. αυτός (εικόνα, ιερό κειμήλιο κτλ.) που δεν τον γύρισαν λιτανεία: Η εικόνα του αγίου δεν έμεινε καμιά χρονιά αλιτάνευτη. 2. αυτός που δεν τον παρακάλεσαν με λιτανεία: Για να βρέξει δεν άφησαν άγιο αλιτάνευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλιτανεύτως — ἀλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) ἀλλιτάνευτος inexorable adverbial ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτάνευτε — ἀλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg ἀλλιτάνευτος inexorable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”